εὐπάτειρα
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἡ, = εὐπατέρεια (daughter of a noble sire, belonging to a noble father, of a noble father), Men. 616 (with v.l. εὐπατέρεια), Choerob. in An.Ox. 2.196, Theognost. Can. 99, Gramm. in Reitzenstein Gesch. d. Gr. Etym. p. 306, Et.Gud., EM 318.55 ; cf. ἀπάτειρα.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάτειρα: ἡ, = εὐπατέρεια, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 218.
Greek Monolingual
εὐπάτειρα και εὐπατέρεια, ἡ (ΑΜ)
1. (επιθ. της Ελένης, της Τυρώς και γεν. γυναικών) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα («Ἑλένην εὐπατέρειαν», Ομ. Ιλ.)
2. (για οίκους) αυτός που ανήκει σε οικογένεια ευγενών («ναίεις εὐπατέρειαν αὐλάν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατήρ.