Anonymous

θῆξις: Difference between revisions

From LSJ
431 bytes added ,  29 September 2017
17
(6_8)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῆξις''': -εως, ([[θήγω]]) ἀκόνημα, ὀδόντων Εὐστ. Πονημ. 313. 92 ὑπὸ θῆξιν, ὡς τὸ στιγμῇ, εἰς μίαν στιγμήν, Ἐπιφάν.
|lstext='''θῆξις''': -εως, ([[θήγω]]) ἀκόνημα, ὀδόντων Εὐστ. Πονημ. 313. 92 ὑπὸ θῆξιν, ὡς τὸ στιγμῇ, εἰς μίαν στιγμήν, Ἐπιφάν.
}}
{{grml
|mltxt=[[θῆξις]], ἡ (ΑΜ) [[θήγω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ακόνημα]] («[[θῆξις]] ὀδόντων», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ροπή]], [[στιγμή]], [[τάχος]]»<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>θήξει</i><br />[[αμέσως]], στη [[στιγμή]], σε μια [[στιγμή]].
}}
}}