θῆξις

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῆξις Medium diacritics: θῆξις Low diacritics: θήξις Capitals: ΘΗΞΙΣ
Transliteration A: thē̂xis Transliteration B: thēxis Transliteration C: thiksis Beta Code: qh=cis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ῥοπή, στιγμή, τάχος, Hsch.; θήξει, = Lat. momento, Glossaria; but κατὰ θῆξιν is f.l. for κατὰ θίξιν in Archig. ap. Gal.12.577.

German (Pape)

[Seite 1208] ἡ, das Wetzen, Schärfen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θῆξις: -εως, (θήγω) ἀκόνημα, ὀδόντων Εὐστ. Πονημ. 313. 92 ὑπὸ θῆξιν, ὡς τὸ στιγμῇ, εἰς μίαν στιγμήν, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

θῆξις, ἡ (ΑΜ) θήγω
μσν.
ακόνημαθῆξις ὀδόντων», Ευστ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος»
2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξει
αμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή.