Anonymous

ἰθυφαλλικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_11)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰθυφαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, [[εἶδος]] μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ.), [[Πολυδ]]. Δ΄, 53.
|lstext='''ἰθυφαλλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἰθύφαλλον, [[εἶδος]] μέτρου, Ἡφαιστ.· τὰ ἰθυφαλλικά, ποιήματα ἐν τοιούτῳ μέτρῳ πεποιημένα, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 4. (ἰθυφάλλια [[εἶναι]] ἐσφαλμ. γραφ.), [[Πολυδ]]. Δ΄, 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθυφαλλικός]], -ή, -όν (Α) [[ιθύφαλλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰθυφαλλικὸν [[μέτρον]]» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη [[τετραποδία]] ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἰθυφαλλικά</i><br />ποιήματα σε ιθυφαλλικό [[μέτρο]].
}}
}}