Anonymous

ἰθυφαλλικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(17)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθυφαλλικός]], -ή, -όν (Α) [[ιθύφαλλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰθυφαλλικὸν [[μέτρον]]» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη [[τετραποδία]] ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἰθυφαλλικά</i><br />ποιήματα σε ιθυφαλλικό [[μέτρο]].
|mltxt=[[ἰθυφαλλικός]], -ή, -όν (Α) [[ιθύφαλλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἰθυφαλλικὸν [[μέτρον]]» — η τροχαϊκή βραχυκατάληκτη [[τετραποδία]] ή το τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἰθυφαλλικά</i><br />ποιήματα σε ιθυφαλλικό [[μέτρο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθῠφαλλικός:''' стих. итифаллический: ἰθυφαλλικὸν [[μέτρον]] итифаллический размер (состоящий из усеченной анапестической тетраподии и трохаической триподии).
}}
}}