Anonymous

θηροφόρος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_19)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηροφόρος''': -ον, φέρων ἄγρια θηρία, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 14. 24.
|lstext='''θηροφόρος''': -ον, φέρων ἄγρια θηρία, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 14. 24.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηροφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει, που παράγει άφθονα θηράματα, που έχει άφθονο [[κυνήγι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρο]]- (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>τροχο</i>-[[φόρος]].
}}
}}