θηροφόρος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηροφόρος Medium diacritics: θηροφόρος Low diacritics: θηροφόρος Capitals: ΘΗΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thērophóros Transliteration B: thērophoros Transliteration C: thiroforos Beta Code: qhrofo/ros

English (LSJ)

θηροφόρον, producing game, prob. l. AP14.24.

Greek (Liddell-Scott)

θηροφόρος: -ον, φέρων ἄγρια θηρία, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 14. 24.

Greek Monolingual

θηροφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει, που παράγει άφθονα θηράματα, που έχει άφθονο κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, τροχοφόρος.