Anonymous

θεόκτητος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_18)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόκτητος''': -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.
|lstext='''θεόκτητος''': -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεόκτητος]], -ον (Μ)<br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] από θεό ή από θεϊκή [[εύνοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>κτητος</i>, <i>ιδιό</i>-<i>κτητος</i>].
}}
}}