θεόκτητος

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκτητος Medium diacritics: θεόκτητος Low diacritics: θεόκτητος Capitals: ΘΕΟΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: theóktētos Transliteration B: theoktētos Transliteration C: theoktitos Beta Code: qeo/kthtos

English (LSJ)

θεόκτητον, acquired by God, τρίποδες Aristonous 1.9.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott erworben, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκτητος: -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.

Greek Monolingual

θεόκτητος, -ον (Μ)
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επίκτητος, ιδιόκτητος].