Anonymous

ἰατραλείπτης: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰᾱτρᾰλείπτης''': -ου, ὁ, ([[ἀλείφω]]) ἰατρὸς θεραπεύων δι᾿ ἀλοιφῶν, ἐντριβῶν, κ. τ. τ., Πλιν. Ἐπ. 10. 4, Κέλσος· [[ἐντεῦθεν]] ἰᾱτρᾰλειπτική (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἰατραλείπτου, Πλίν. 29. 3.
|lstext='''ἰᾱτρᾰλείπτης''': -ου, ὁ, ([[ἀλείφω]]) ἰατρὸς θεραπεύων δι᾿ ἀλοιφῶν, ἐντριβῶν, κ. τ. τ., Πλιν. Ἐπ. 10. 4, Κέλσος· [[ἐντεῦθεν]] ἰᾱτρᾰλειπτική (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἰατραλείπτου, Πλίν. 29. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰατραλείπτης]], ὁ (Α)<br />[[γιατρός]] που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιατρός]] <span style="color: red;">+</span> [[αλείπτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αλείφω]])].
}}
}}