ἰατραλείπτης

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰατρᾰλείπτης Medium diacritics: ἰατραλείπτης Low diacritics: ιατραλείπτης Capitals: ΙΑΤΡΑΛΕΙΠΤΗΣ
Transliteration A: iatraleíptēs Transliteration B: iatraleiptēs Transliteration C: iatraleiptis Beta Code: i)atralei/pths

English (LSJ)

ἰατραλείπτου, ὁ, (ἀλείφω) doctor that heals with ointments or massages, doctor who practises by anointing, friction, and the like, Plin.Ep.10.5(4), Cels.1.1, Gal.13.104, Paul.Aeg.3.47:—hence ἰατραλειπτική (sc. τέχνη), art of medical massage, Plin.HN29.4.

German (Pape)

[Seite 1234] ὁ, ein Arzt, der durch Einreiben von Salben heilt, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἰᾱτρᾰλείπτης: ου (1) ὁ иатралипт (врач, лечащий втираниями) Plin. J.

Greek (Liddell-Scott)

ἰᾱτρᾰλείπτης: -ου, ὁ, (ἀλείφω) ἰατρὸς θεραπεύων δι᾿ ἀλοιφῶν, ἐντριβῶν, κ. τ. τ., Πλιν. Ἐπ. 10. 4, Κέλσος· ἐντεῦθεν ἰᾱτρᾰλειπτική (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἰατραλείπτου, Πλίν. 29. 3.

Greek Monolingual

ἰατραλείπτης, ὁ (Α)
γιατρός που θεραπεύει με αλοιφές και εντριβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + αλείπτης (< αλείφω)].