Anonymous

καλεστής: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλεστής''': -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως [[κλητήρ]], Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, [[ἀντί]] [[κλητός]], Γλωσσ.
|lstext='''καλεστής''': -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως [[κλητήρ]], Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, [[ἀντί]] [[κλητός]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καλεστής]]) [[καλώ]]<br />αυτός που προσκαλεί σε [[γιορτή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, [[αμφιτρύωνας]].
}}
}}