καλεστής

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλεστής Medium diacritics: καλεστής Low diacritics: καλεστής Capitals: ΚΑΛΕΣΤΗΣ
Transliteration A: kalestḗs Transliteration B: kalestēs Transliteration C: kalestis Beta Code: kalesth/s

English (LSJ)

καλεστοῦ, ὁ, Glossaria on κλητήρ, Sch.rec.A.Th.574: κᾰλεστός, ή, όν, = κλητός, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, Erkl. von κλητήρ, Schol. Aesch. Spt. 580.

Greek (Liddell-Scott)

καλεστής: -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως κλητήρ, Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, ἀντί κλητός, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α καλεστής) καλώ
αυτός που προσκαλεί σε γιορτή
αρχ.
αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, αμφιτρύωνας.