Anonymous

καινόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινόλεκτος''': -ον, [[νεόλεκτος]], κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, [[ἀσυνήθης]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.
|lstext='''καινόλεκτος''': -ον, [[νεόλεκτος]], κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, [[ἀσυνήθης]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, [[ασυνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>λεκτος</i>, <i>νεό</i>-<i>λεκτος</i>].
}}
}}