καινόλεκτος

English (LSJ)

καινόλεκτον, new-fangled, Hdn. Epim.3.

German (Pape)

[Seite 1294] auf neue Weise, ungewöhnlich gesagt, Hdn. epim. p. 3.

Greek (Liddell-Scott)

καινόλεκτος: -ον, νεόλεκτος, κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, ἀσυνήθης, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.

Greek Monolingual

καινόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. αμφίλεκτος, νεόλεκτος].