Anonymous

καλλιαστράγαλος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιαστράγαλος''': -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.
|lstext='''καλλιαστράγαλος''': -ον, ἔχων καλούς, κομψοὺς ἀστραγάλους, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιαστράγαλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κομψούς αστραγάλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αστράγαλος]]].
}}
}}