ἐπιμυκτηρίζω: Difference between revisions

13
(6_5)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμυκτηρίζω''': ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας [[ἐναντίον]] τινός, ἢ [[ἐξάγω]] ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».
|lstext='''ἐπιμυκτηρίζω''': ἀνυψῶ τοὺς μυκτῆρας [[ἐναντίον]] τινός, ἢ [[ἐξάγω]] ἦχόν τινα ἐκ τῶν μυκτήρων πρὸς ἐμπαιγμόν τινος, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 37. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπέμυξαν· ἐπεμυκτήρισαν….».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιμυκτηρίζω]] (Α)<br />[[φυσώ]] τη [[μύτη]] μου για να εμπαίξω κάποιον, [[χλευάζω]] («οἱ δὲ [[πάλιν]] ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[μυκτηρίζω]] «[[χλευάζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μυκτήρ]] «[[ρουθούνι]]» <span style="color: red;"><</span> [[μύσσομαι]] «[[φυσώ]] τη [[μύτη]] μου»)].
}}
}}