3,276,932
edits
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰξευτικός''': -ή, -όν, = [[ἰξευτήριος]], Ἀρτεμίδ. 2. 19· - τὰ ἰξευτικά, ποίημά τι τοῦ Ὀππιανοῦ: ἰξευτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 139. | |lstext='''ἰξευτικός''': -ή, -όν, = [[ἰξευτήριος]], Ἀρτεμίδ. 2. 19· - τὰ ἰξευτικά, ποίημά τι τοῦ Ὀππιανοῦ: ἰξευτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 139. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ιξευτικός]], -ή, -όν) [[ιξευτής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιξευτική</i><br />η [[τέχνη]] να πιάνει [[κάποιος]] πουλιά με ιξόβεργες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Ἰξευτικα</i><br />[[τίτλος]] ποιήματος του Οππιανού. | |||
}} | }} |