Anonymous

ἐπικοκκάστρια: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_10)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικοκκάστρια''': ἡ, ἡ ἐμπαίζουσα, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς [[ἐπικοκκάστρια]], «εἰωθυῖα γελᾶν, γελάστρια» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059· - ἐπικοκκύστρια, ἡ τὸν κόκκυγα μιμουμένη, ἀλλ’ Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς παρ’ Εὐστ. 1761. 26 ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς [[ῥῆμα]] ἐπικοκκάζω.
|lstext='''ἐπικοκκάστρια''': ἡ, ἡ ἐμπαίζουσα, ἠχὼ λόγων ἀντῳδὸς [[ἐπικοκκάστρια]], «εἰωθυῖα γελᾶν, γελάστρια» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Θεσμ. 1059· - ἐπικοκκύστρια, ἡ τὸν κόκκυγα μιμουμένη, ἀλλ’ Ἀριστοφάνης ὁ γραμματικὸς παρ’ Εὐστ. 1761. 26 ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς [[ῥῆμα]] ἐπικοκκάζω.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικοκκάστρια]], ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων [[ἀντῳδός]] [[ἐπικοκκάστρια]]», Αριοτοφ.<br />σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν»)<br /><b>2.</b> [[κατά]] τη [[γραφή]] <i>ἐπικοκκύστρια</i> σημαίνει αυτήν που μιμείται [[κατά]] κάποιον τρόπο τη [[φωνή]] του κόκκυγα, του κούκκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>επικοκκαστής</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρια</i>. Ονοματοποιία, [[επίθετο]] της λ. <i>ηχώ</i>, που [[κατά]] μία [[άποψη]] ανάγεται σε ρ. <i>επικοκκάζω</i>].
}}
}}