Anonymous

ἐπικοκκάστρια: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικοκκάστρια]], ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων [[ἀντῳδός]] [[ἐπικοκκάστρια]]», Αριοτοφ.<br />σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν»)<br /><b>2.</b> [[κατά]] τη [[γραφή]] <i>ἐπικοκκύστρια</i> σημαίνει αυτήν που μιμείται [[κατά]] κάποιον τρόπο τη [[φωνή]] του κόκκυγα, του κούκκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>επικοκκαστής</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρια</i>. Ονοματοποιία, [[επίθετο]] της λ. <i>ηχώ</i>, που [[κατά]] μία [[άποψη]] ανάγεται σε ρ. <i>επικοκκάζω</i>].
|mltxt=[[ἐπικοκκάστρια]], ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων [[ἀντῳδός]] [[ἐπικοκκάστρια]]», Αριοτοφ.<br />σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν»)<br /><b>2.</b> [[κατά]] τη [[γραφή]] <i>ἐπικοκκύστρια</i> σημαίνει αυτήν που μιμείται [[κατά]] κάποιον τρόπο τη [[φωνή]] του κόκκυγα, του κούκκου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>επικοκκαστής</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρια</i>. Ονοματοποιία, [[επίθετο]] της λ. <i>ηχώ</i>, που [[κατά]] μία [[άποψη]] ανάγεται σε ρ. <i>επικοκκάζω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικοκκάστρια:''' ἡ насмешница, пересмешница (эпитет Эхо) [[Ἠχώ]], λόγων ἀντῳδὸς ἐ. Arph. Эхо, передразнивающая (чужие) слова (v. l. ἐπικοκκύστρια подражающая кукованию).
}}
}}