Anonymous

ἑτερόπους: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_14)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίσους τὸ [[μέγεθος]], [[ἑπομένως]] [[χωλός]], Ἀλκίφρων 3. 27, Φιλόστρ. 515, Ἱππιατρ. 53. 8, ἴδε Φιλολ. Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 43.
|lstext='''ἑτερόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίσους τὸ [[μέγεθος]], [[ἑπομένως]] [[χωλός]], Ἀλκίφρων 3. 27, Φιλόστρ. 515, Ἱππιατρ. 53. 8, ἴδε Φιλολ. Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 43.
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[ἑτερόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν [[μεταξύ]] τους ως [[προς]] το [[μήκος]] ή το [[σχήμα]], ο [[χωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>δί</i>-[[πους]]].
}}
}}