ἑτερόπους

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπους Medium diacritics: ἑτερόπους Low diacritics: ετερόπους Capitals: ΕΤΕΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: heterópous Transliteration B: heteropous Transliteration C: eteropous Beta Code: e(tero/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος, with uneven feet, halting, Alciphr.3.27, Philostr.VS1.21.1, Hippiatr. 13.

German (Pape)

[Seite 1049] mit ungleichen Füßen, auf einem Fuße hinkend, Alciphr. 3, 27 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίσους τὸ μέγεθος, ἑπομένως χωλός, Ἀλκίφρων 3. 27, Φιλόστρ. 515, Ἱππιατρ. 53. 8, ἴδε Φιλολ. Ποικίλα Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 43.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ ἑτερόπους, -ουν)
αυτός που έχει πόδια τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μήκος ή το σχήμα, ο χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -πους (< πους) πρβλ. δίπους].