Anonymous

ἑτερόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />borgne.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ὀφθαλμός]].
|btext=ος, ον :<br />borgne.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ὀφθαλμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφθαλμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[μάτι]] γερό, ο [[μονόφθαλμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά [[κατά]] το [[χρώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους [[κατά]] το [[χρώμα]], ο [[δίκορος]], (π.χ. ο Βυζαντινός [[αυτοκράτορας]] Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα [[μάτι]] γαλανό και το [[άλλο]] καστανό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
}}
}}