Anonymous

ἑτερόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφθαλμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[μάτι]] γερό, ο [[μονόφθαλμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά [[κατά]] το [[χρώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους [[κατά]] το [[χρώμα]], ο [[δίκορος]], (π.χ. ο Βυζαντινός [[αυτοκράτορας]] Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα [[μάτι]] γαλανό και το [[άλλο]] καστανό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφθαλμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μόνο ένα [[μάτι]] γερό, ο [[μονόφθαλμος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει μάτια διαφορετικά [[κατά]] το [[χρώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ανθρώπους) αυτός που έχει μάτια που διαφέρουν [[μεταξύ]] τους [[κατά]] το [[χρώμα]], ο [[δίκορος]], (π.χ. ο Βυζαντινός [[αυτοκράτορας]] Αναστάσιος Α' Δίκορος είχε το ένα [[μάτι]] γαλανό και το [[άλλο]] καστανό).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οφθαλμός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερόφθαλμος:''' -ον, [[μονόφθαλμος]], Λατ. [[unoculus]], [[luscus]], σε Δημ.
}}
}}