Anonymous

θρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[θρομβώδης]], -ες) [[θρόμβος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρομβωδώς</i><br />με θρομβώδη τρόπο.
}}
}}