Anonymous

θρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[θρομβώδης]], -ες) [[θρόμβος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρομβωδώς</i><br />με θρομβώδη τρόπο.
|mltxt=-ες (Α [[θρομβώδης]], -ες) [[θρόμβος]]<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θρομβωδώς</i><br />με θρομβώδη τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρομβώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ο [[γεμάτος]] θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.
}}
}}