3,277,759
edits
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[menospreciar]], [[desdeñar]] τὸν οἶκον τοῦ Ισραηλ LXX <i>Iu</i>.14.5, τοὺς μικροὺς τῶν ἰχθύων Ath.358f, θυγατέρα τὴν σήν Hld.10.12.1, cf. 31.4, τοὺς Μωυσέος λόγους I.<i>AI</i> 2.293, τὴν δύναμιν ... αὐτῶν I.<i>AI</i> 6.98, σμικρὸν ῥεῦμα -οὕτω τῷ ὀνόματι τὸν Γράνικον ἐκφαυλίσας- riachuelo -con ese nombre menospreciaba al río Gránico-</i> Arr.<i>An</i>.1.13.6, τι τῶν λεγομένων Luc.<i>Merc.Cond</i>.11, cf. <i>Rh.Pr</i>.18, Ael.<i>VH</i> 9.41, τοὺς Ἀθηναίους ... ἐκφαυλίζων D.L.6.1<br /><b class="num">•</b>c. inf. τὸν ἄλογον ... ἰάσασθαι Ael.<i>NA</i> 11.31, en v. pas. τὰ ἐκφαυλισθέντα (ᾠά) huevos desdeñados, e.d. no empollados</i> Ael.<i>NA</i> 4.37. | |dgtxt=[[menospreciar]], [[desdeñar]] τὸν οἶκον τοῦ Ισραηλ LXX <i>Iu</i>.14.5, τοὺς μικροὺς τῶν ἰχθύων Ath.358f, θυγατέρα τὴν σήν Hld.10.12.1, cf. 31.4, τοὺς Μωυσέος λόγους I.<i>AI</i> 2.293, τὴν δύναμιν ... αὐτῶν I.<i>AI</i> 6.98, σμικρὸν ῥεῦμα -οὕτω τῷ ὀνόματι τὸν Γράνικον ἐκφαυλίσας- riachuelo -con ese nombre menospreciaba al río Gránico-</i> Arr.<i>An</i>.1.13.6, τι τῶν λεγομένων Luc.<i>Merc.Cond</i>.11, cf. <i>Rh.Pr</i>.18, Ael.<i>VH</i> 9.41, τοὺς Ἀθηναίους ... ἐκφαυλίζων D.L.6.1<br /><b class="num">•</b>c. inf. τὸν ἄλογον ... ἰάσασθαι Ael.<i>NA</i> 11.31, en v. pas. τὰ ἐκφαυλισθέντα (ᾠά) huevos desdeñados, e.d. no empollados</i> Ael.<i>NA</i> 4.37. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐκφαυλίζω]])<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κάνω]] [[κάτι]] ή κάποιον φαύλο, ευτελή, χειρότερο από [[ηθική]] [[άποψη]], [[εξευτελίζω]], [[διαφθείρω]], [[εξαχρειώνω]], [[εκφυλίζω]]<br />«η [[φτώχεια]] εκφαυλίζει τους ανθρώπους»<br />«[[έπειτα]] από [[κάθε]] πόλεμο τα ήθη εκφαυλίζονται»<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[περιφρονώ]], [[θεωρώ]] ανάξιο λόγου<br />(«[[θρησκεία]] τῶν Ἀγαρηνῶν ἐγὼ τὴν [[ἐκφαυλίζω]], συντάσσομαι μὲ τὸν Χριστόν», Διγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απορρίπτω]] [[κάτι]] ως [[κακό]] ή άχρηστο («τὰ ἐκφαυλισθέντα τούτοις τροφὴν παρατίθησι», Αιλ.)<br /><b>2.</b> (με απρφ.) [[απαξιώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογον καὶ ἄφωνον (ἵππον) ἰάσασθαι», Αιλ.)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[ανίσχυρος]], δεν έχω [[δύναμη]] («ἡ τῶν ἰατρῶν ἐκπεφαύλισται [[κρίσις]]», Φιλής). | |||
}} | }} |