Anonymous

καταβλαβής: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_7)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβλαβής''': -ές, βεβλαμμένος τὰς φρένας, Διδ. Ἀλ. 608C. ΙΙ. παθὼν μεγάλην βλάβην, κατεστραμμένος, Ἐπιγρ. Ταυρ., CIG οὕτω καὶ Ἰτ. 4325, 9.
|lstext='''καταβλαβής''': -ές, βεβλαμμένος τὰς φρένας, Διδ. Ἀλ. 608C. ΙΙ. παθὼν μεγάλην βλάβην, κατεστραμμένος, Ἐπιγρ. Ταυρ., CIG οὕτω καὶ Ἰτ. 4325, 9.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβλαβής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[βλάβη]] στις [[φρένες]], στο [[μυαλό]], [[βλαμμένος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πάθει [[μεγάλη]] [[ζημιά]], που έχει καταστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>βλαβής</i>, <i>προσ</i>-<i>βλαβής</i>].
}}
}}