καταβλαβής

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232

Greek (Liddell-Scott)

καταβλαβής: -ές, βεβλαμμένος τὰς φρένας, Διδ. Ἀλ. 608C. ΙΙ. παθὼν μεγάλην βλάβην, κατεστραμμένος, Ἐπιγρ. Ταυρ., CIG οὕτω καὶ Ἰτ. 4325, 9.

Greek Monolingual

καταβλαβής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει βλάβη στις φρένες, στο μυαλό, βλαμμένος
2. αυτός που έχει πάθει μεγάλη ζημιά, που έχει καταστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. επιβλαβής, προσβλαβής].