Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_2)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστηρίζω''': [[στηρίζω]] [[καλῶς]], στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, [[πίπτω]] εἴς τι [[μέρος]] καὶ [[ἐκεῖ]] [[μένω]], ἐπὶ νόσων, πρβλ. [[κατασκήπτω]], Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀβέβαιος]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.
|lstext='''καταστηρίζω''': [[στηρίζω]] [[καλῶς]], στερεώνω, Ἑβδομ.· ἀμεταβ., κ. εἰς τόπον, [[πίπτω]] εἴς τι [[μέρος]] καὶ [[ἐκεῖ]] [[μένω]], ἐπὶ νόσων, πρβλ. [[κατασκήπτω]], Ἱππ. 518. 53., 519, 48. ΙΙ. Μέσ. καὶ Παθ., ὑποστηρίζομαι, ἀνέχομαι, ἐπί τινι Εὐρ. Ἀποσπ. 385. 9· κατεστηριγμένος, ἀσφαλῶς ἐστηριγμένος, ἀντίθ. τῷ [[ἀβέβαιος]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4. 25.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταστηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[στερεώνω]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]]<br /><b>4.</b> (για νόσους) [[ενσκήπτω]], [[πέφτω]] σε κάποιο [[μέρος]] και [[μένω]] [[εκεί]], [[ενδημώ]], [[κατασκήπτω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστηριγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.
}}
}}