Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(19)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[στερεώνω]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]]<br /><b>4.</b> (για νόσους) [[ενσκήπτω]], [[πέφτω]] σε κάποιο [[μέρος]] και [[μένω]] [[εκεί]], [[ενδημώ]], [[κατασκήπτω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστηριγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.
|mltxt=[[καταστηρίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[στερεώνω]]<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]]<br /><b>3.</b> [[αποδεικνύω]]<br /><b>4.</b> (για νόσους) [[ενσκήπτω]], [[πέφτω]] σε κάποιο [[μέρος]] και [[μένω]] [[εκεί]], [[ενδημώ]], [[κατασκήπτω]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστηριγμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στηρίζω zich vasthechten. Hp.
}}
}}