Anonymous

καρηκομόωντες: Difference between revisions

From LSJ
19
(Autenrieth)
(19)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[long]]-haired; epith. of the Achaeans, [[who]] [[cut]] [[their]] [[hair]] only in [[mourning]] or on [[taking]] a [[vow]], Il. 23.146, 151, [[while]] slaves and Orientals [[habitually]] shaved [[their]] heads.
|auten=[[long]]-haired; epith. of the Achaeans, [[who]] [[cut]] [[their]] [[hair]] only in [[mourning]] or on [[taking]] a [[vow]], Il. 23.146, 151, [[while]] slaves and Orientals [[habitually]] shaved [[their]] heads.
}}
{{grml
|mltxt=οι (Α [[καρηκομόωντες]] και [[κάρη]] κομόωντες) <b>νεοελλ.</b> ειρωνική [[λόγια]] [[απόδοση]] του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)<br /><b>1.</b> (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν [[μακριά]] και πυκνή [[κόμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρη]] «[[κεφαλή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>κομόωντες</i>, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. [[κομάω]] «[[τρέφω]] [[κόμη]]»].
}}
}}