3,277,060
edits
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οι (Α [[καρηκομόωντες]] και [[κάρη]] κομόωντες) <b>νεοελλ.</b> ειρωνική [[λόγια]] [[απόδοση]] του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)<br /><b>1.</b> (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν [[μακριά]] και πυκνή [[κόμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρη]] «[[κεφαλή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>κομόωντες</i>, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. [[κομάω]] «[[τρέφω]] [[κόμη]]»]. | |mltxt=οι (Α [[καρηκομόωντες]] και [[κάρη]] κομόωντες) <b>νεοελλ.</b> ειρωνική [[λόγια]] [[απόδοση]] του «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές<br /><b>αρχ.</b><br />(στον Όμ. μτχ. του άχρ. ρ. καρηκομάω)<br /><b>1.</b> (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν [[μακριά]] και πυκνή [[κόμη]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> κωμ. επίθ. για τους αχινούς, λόγω τών αγκαθιών τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρη]] «[[κεφαλή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>κομόωντες</i>, ονομ. πληθ. της επικ. μτχ. ενεστ. του ρ. [[κομάω]] «[[τρέφω]] [[κόμη]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰρηκομόωντες:''' οἱ (κομόω), αυτοί που έχουν [[μακριά]] μαλλιά στο [[κεφάλι]], μακρυμάλληδες, λέγεται για τους Αχαιούς που άφηναν να μεγαλώσουν όλα τα μαλλιά τους (ενώ οι Άβαντες, διατηρούσαν μαλλιά μόνο στο [[πίσω]] [[μέρος]] του κεφαλιού, γι' αυτό και ονομάζονταν [[ὄπισθεν]] [[κομόωντες]]), σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |