Anonymous

καπνικός: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_11)
(19)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καπνικός''': -ή, -όν, προφυλακτικὸς καπνοῦ, καὶ [[ῥῖψις]]... καπνικοῦ καλύματος τοῦ περὶ τὴν κεφαλὴν Εὐστ. Πονημάτ. 279. 85· τὸ καπνικόν, [[φόρος]] τῶν καπνοδόχων, Θεοφάν. 756, 6 (τὴν λειτουργίαν ἣν παρεῖχεν ὑπέρ καπνοῦ, Μαλάλ. 246, 17).
|lstext='''καπνικός''': -ή, -όν, προφυλακτικὸς καπνοῦ, καὶ [[ῥῖψις]]... καπνικοῦ καλύματος τοῦ περὶ τὴν κεφαλὴν Εὐστ. Πονημάτ. 279. 85· τὸ καπνικόν, [[φόρος]] τῶν καπνοδόχων, Θεοφάν. 756, 6 (τὴν λειτουργίαν ἣν παρεῖχεν ὑπέρ καπνοῦ, Μαλάλ. 246, 17).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καπνικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνό ή αυτός που προέρχεται από καπνό («καπνικό [[ζήτημα]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(στο Βυζάντιο) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καπνικόν</i><br />ο [[φόρος]] του καπνού.
}}
}}