καπνικός

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

German (Pape)

[Seite 1323] von Rauch, rauchig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καπνικός: -ή, -όν, προφυλακτικὸς καπνοῦ, καὶ ῥῖψις... καπνικοῦ καλύματος τοῦ περὶ τὴν κεφαλὴν Εὐστ. Πονημάτ. 279. 85· τὸ καπνικόν, φόρος τῶν καπνοδόχων, Θεοφάν. 756, 6 (τὴν λειτουργίαν ἣν παρεῖχεν ὑπέρ καπνοῦ, Μαλάλ. 246, 17).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ καπνικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνό ή αυτός που προέρχεται από καπνό («καπνικό ζήτημα»)
μσν.
(στο Βυζάντιο) το ουδ. ως ουσ. τὸ καπνικόν
ο φόρος του καπνού.