3,273,026
edits
(6_10) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰνονικός''': -ή, -όν, (κανὼν) [[σύμφωνος]] τῷ κανόνι, κατὰ τὸν κανόνα, Εὐστάθ. 113. 40, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρτεμίδ. προίμ. ἐν τέλ. ΙΙ. ἡ κανονικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), θεωρητικὴ [[μουσική]], καθ’ ἣν οἱ φθόγγοι τῆς κλίμακος μετροῦνται κατὰ τὰς διαφόρους ἁρμονίας, Γέλλ. 16. 18, Εὐκλ. κλ.· - οἱ κανονικοί, θεωρητικοὶ μουσικοί, ἐπὶ τῶν Πυθαγορείων, Πρόκλ. ΙΙΙ. τὸ κανονικόν, Ἐπικούρειον [[ὄνομα]] τῆς Λογικῆς, Διογ. Λ. 10. 29. ΙV. κατὰ τοὺς κανόνας ἢ ἀποβλέπων τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, Ὠριγέν. ΙΙ. 83Λ· κανονικὰ βιβλία, τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Γραφῆς, Σύνοδ. Λαοδ. 59, 41· κανονικὰ γράμματα Σύνοδ. Ἀντιοχ. 8· ἐπιστολαὶ Βασιλ. ΙV. 664B, 836O, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 221Β, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 89Λ. 2) [[κανονικός]], ἀνήκων εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις, κ. [[ψάλτης]] Σύνοδ. Λαοδ. 15. 3) [[γνώστης]] τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας, Βασίλ. IV. 664C.V. ὡς οὐσιαστ., α) [[λογιστής]], Κλεομήδ. 96, 31. β) [[κληρικός]], ἐν τῷ πληθ., Βασίλ. ΙΙΙ. 1318Β, Κύριλλ. Ἱερ. Προκατ. 4. γ) κανονική, (ἐξυπ. [[παρθένος]]) [[παρθένος]] ἀφιερωμένη εἰς τὴν διακονίαν τοῦ ναοῦ, Βασίλ. IV. 392Β, 618Β, 673Β, Μακάρ. 704D, Xρυσ. I. 248D, Νεῖλ. 217C, κλ. | |lstext='''κᾰνονικός''': -ή, -όν, (κανὼν) [[σύμφωνος]] τῷ κανόνι, κατὰ τὸν κανόνα, Εὐστάθ. 113. 40, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρτεμίδ. προίμ. ἐν τέλ. ΙΙ. ἡ κανονικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), θεωρητικὴ [[μουσική]], καθ’ ἣν οἱ φθόγγοι τῆς κλίμακος μετροῦνται κατὰ τὰς διαφόρους ἁρμονίας, Γέλλ. 16. 18, Εὐκλ. κλ.· - οἱ κανονικοί, θεωρητικοὶ μουσικοί, ἐπὶ τῶν Πυθαγορείων, Πρόκλ. ΙΙΙ. τὸ κανονικόν, Ἐπικούρειον [[ὄνομα]] τῆς Λογικῆς, Διογ. Λ. 10. 29. ΙV. κατὰ τοὺς κανόνας ἢ ἀποβλέπων τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, Ὠριγέν. ΙΙ. 83Λ· κανονικὰ βιβλία, τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Γραφῆς, Σύνοδ. Λαοδ. 59, 41· κανονικὰ γράμματα Σύνοδ. Ἀντιοχ. 8· ἐπιστολαὶ Βασιλ. ΙV. 664B, 836O, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 221Β, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 89Λ. 2) [[κανονικός]], ἀνήκων εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις, κ. [[ψάλτης]] Σύνοδ. Λαοδ. 15. 3) [[γνώστης]] τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας, Βασίλ. IV. 664C.V. ὡς οὐσιαστ., α) [[λογιστής]], Κλεομήδ. 96, 31. β) [[κληρικός]], ἐν τῷ πληθ., Βασίλ. ΙΙΙ. 1318Β, Κύριλλ. Ἱερ. Προκατ. 4. γ) κανονική, (ἐξυπ. [[παρθένος]]) [[παρθένος]] ἀφιερωμένη εἰς τὴν διακονίαν τοῦ ναοῦ, Βασίλ. IV. 392Β, 618Β, 673Β, Μακάρ. 704D, Xρυσ. I. 248D, Νεῖλ. 217C, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM [[κανονικός]], -ή, -όν) [[κανών]]<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με ορισμένο κανόνα, ο [[ομαλός]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> α) αυτός που αναφέρεται στους εκλησιαστικούς κανόνες ή συμφωνεί με τα δόγματα της εκκλησίας<br />β) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[κανονικός]]<br />αυτός που ανήκει στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, ο [[κληρικός]]<br />γ) <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κανονική</i><br />[[παρθένος]] που [[είναι]] αφιερωμένη στην [[υπηρεσία]] της Εκκλησίας, [[χωρίς]] όμως να καρεί [[μοναχή]]<br />δ) <b>φρ.</b> i) «κανονικά βιβλία» — τα βιβλία της Αγίας Γραφής που έχουν αναγνωριστεί από την Εκκλησία ως γνήσια και θεόπνευστα σε [[αντιδιαστολή]] με τα απόκρυφα<br />ii) «κανονικά γράμματα» — συστατικές επιστολές που δίνονται από επίσκοπο σε απολυόμενο κληρικό δυνάμει τών οποίων μπορεί αυτός να ιερουργεί σε [[άλλο]] εκκλησιαστικό [[κλίμα]], απολυτικές επιστολές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει σχηματιστεί ή κατασκευαστεί σύμφωνα με γενικά παραδεδεγμένες αναλογίες, [[σύμμετρος]], [[φυσιολογικός]], [[αρμονικός]] («κανονικά χαρακτηριστικά προσώπου»)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[σύμφωνος]] με τους κανονισμούς και τις ισχύουσες διατάξεις τών νόμων, [[τακτικός]], [[συνήθης]] («κανονικές αποδοχές»)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> αυτός που έχει όλες τις πλευρές και τις γωνίες ίσες [[μεταξύ]] τους («κανονικό εξάγωνο»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ιδιότητα]] του κανονικού, η [[κανονικότητα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «κανονικές επιστήμες» — οι επιστήμες που ερευνούν τα πράγματα βάσει ορισμένων κανόνων, οι δεοντολογικές επιστήμες, όπως [[είναι]], λ.χ., η [[λογική]], η [[ηθική]], η [[αισθητική]] κ.ά.<br />β) «κανονική [[βαθμίδα]]»<br /><b>γλωσσ.</b> [[βαθμίδα]] μετάπτωσης, σύμφωνα με ορισμένα συστήματα ταξινόμησης, η οποία αποτελεί [[υποδιαίρεση]] της ισχυρής βαθμίδας και περιλαμβάνει δύο τύπους, την απαθή [[βαθμίδα]] και την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]]<br />γ) «κανονικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που απορρέει από τους ιερούς κανόνες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κανονικό</i>(<i>ν</i>)<br />η ετήσια [[αντιμισθία]] που χορηγούσε το [[χωριό]] στον ιερέα, [[ιδίως]] σε [[σιτηρά]], ή η [[περιφέρεια]] στους αρχιερείς, κν. δικονιά, [[μπατίκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στους αστρονομικούς πίνακες<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ κανονικοί</i><br />α) οι θεωρητικοί της μουσικής<br />β) οι κατασκευαστές αστρονομικών πινάκων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κανονικόν</i><br />([[κατά]] την επικούρεια φιλοσ.) η [[λογική]], [[επειδή]] διδάσκει τους κανόνες του διανοείσθαι<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κανονικός]]<br /><b>εκκλ.</b> ο [[γνώστης]] τών εκκλησιαστικών κανόνων<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κανονική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η θεωρητική [[μουσική]], [[κατά]] την οποία οι φθόγγοι ρυθμίζονται βάσει τών διαφόρων αρμονιών. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κανονικά</i> και <i>κανονικώς</i> (AM κανονικῶς)<br />με κανονικό τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο τρόπο, σύμφωνα με τον κανόνα, με ορισμένο [[μέτρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εύρυθμα, σύμμετρα<br /><b>2.</b> ομαλά, [[χωρίς]] απρόοπτα, [[χωρίς]] δυσχέρειες («τα πράγματα εξελίσσονται κανονικά»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις, με τον σωστό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες. | |||
}} | }} |