Anonymous

κανονικός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_6a)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. [[ἀναλογία]] κανονική, Eust.; [[τέχνη]], die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠθικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1321.png Seite 1321]] nach der Richtschnur, Regel gemacht, regelmäßig; bei den Gramm. [[ἀναλογία]] κανονική, Eust.; [[τέχνη]], die theoretische Musik, welche die Töne auf der Tonleiter nach den verschiedenen Harmonien abmißt; οἱ κανονικοί, die theoretischen Musiker, Procl. in Euclid.; vgl. Gell. 16, 18. – Bei D. L. 10, 30 heißt ein Theil der Philosophie τὸ κανονικόν, neben τὸ φυσικόν u. τὸ ἠθικόν, die Logik, die den Kanon des Denkens festsetzt; vgl. S. Emp. adv. math. 7, 22. – Adv., bei Sp. – Bei K. S. = kanonisch.
}}
{{ls
|lstext='''κᾰνονικός''': -ή, -όν, (κανὼν) [[σύμφωνος]] τῷ κανόνι, κατὰ τὸν κανόνα, Εὐστάθ. 113. 40, κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀρτεμίδ. προίμ. ἐν τέλ. ΙΙ. ἡ κανονικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), θεωρητικὴ [[μουσική]], καθ’ ἣν οἱ φθόγγοι τῆς κλίμακος μετροῦνται κατὰ τὰς διαφόρους ἁρμονίας, Γέλλ. 16. 18, Εὐκλ. κλ.· - οἱ κανονικοί, θεωρητικοὶ μουσικοί, ἐπὶ τῶν Πυθαγορείων, Πρόκλ. ΙΙΙ. τὸ κανονικόν, Ἐπικούρειον [[ὄνομα]] τῆς Λογικῆς, Διογ. Λ. 10. 29. ΙV. κατὰ τοὺς κανόνας ἢ ἀποβλέπων τοὺς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, Ὠριγέν. ΙΙ. 83Λ· κανονικὰ βιβλία, τὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Γραφῆς, Σύνοδ. Λαοδ. 59, 41· κανονικὰ γράμματα Σύνοδ. Ἀντιοχ. 8· ἐπιστολαὶ Βασιλ. ΙV. 664B, 836O, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 221Β, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 89Λ. 2) [[κανονικός]], ἀνήκων εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἐκκλησίας ἐν ταῖς ἱεροτελεστίαις, κ. [[ψάλτης]] Σύνοδ. Λαοδ. 15. 3) [[γνώστης]] τῶν κανόνων τῆς ἐκκλησίας, Βασίλ. IV. 664C.V. ὡς οὐσιαστ., α) [[λογιστής]], Κλεομήδ. 96, 31. β) [[κληρικός]], ἐν τῷ πληθ., Βασίλ. ΙΙΙ. 1318Β, Κύριλλ. Ἱερ. Προκατ. 4. γ) κανονική, (ἐξυπ. [[παρθένος]]) [[παρθένος]] ἀφιερωμένη εἰς τὴν διακονίαν τοῦ ναοῦ, Βασίλ. IV. 392Β, 618Β, 673Β, Μακάρ. 704D, Xρυσ. I. 248D, Νεῖλ. 217C, κλ.
}}
}}