Anonymous

καράκαλλον: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />sorte de manteau avec capuchon.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]] ; cf. <i>lat.</i> caracalla.
|btext=ου (τό) :<br />sorte de manteau avec capuchon.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]] ; cf. <i>lat.</i> caracalla.
}}
{{grml
|mltxt=[[καράκαλλον]], τὸ και [[καρακάλλα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με [[κουκούλα]], το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη [[μέση]] τών μηρών, [[καπότα]], [[κάπα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caracalla</i>. Τόσο η λ. όσο και το [[αντικείμενο]] [[είναι]] γαλατικής προελεύσεως].
}}
}}