Anonymous

καράκαλλον: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καράκαλλον]], τὸ και [[καρακάλλα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με [[κουκούλα]], το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη [[μέση]] τών μηρών, [[καπότα]], [[κάπα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caracalla</i>. Τόσο η λ. όσο και το [[αντικείμενο]] [[είναι]] γαλατικής προελεύσεως].
|mltxt=[[καράκαλλον]], τὸ και [[καρακάλλα]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοντού ρωμαϊκού ενδύματος με [[κουκούλα]], το οποίο κάλυπτε τον κορμό ώς τη [[μέση]] τών μηρών, [[καπότα]], [[κάπα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κοντού επενδύτη που φορούσαν οι Γαλάτες. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>caracalla</i>. Τόσο η λ. όσο και το [[αντικείμενο]] [[είναι]] γαλατικής προελεύσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καράκαλλον:''' τό, [[κουκούλα]], Λατ. [[caracalla]], σε Ανθ.
}}
}}