Anonymous

καστόριον: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_21)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καστόριον''': τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, [[εἶναι]] δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «[[εἶδος]] βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.
|lstext='''καστόριον''': τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, [[εἶναι]] δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «[[εἶδος]] βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[καστόριον]])<br /><b>βλ.</b> [[καστόρι]].
}}
}}