καστόριον
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
τό, v. καστόρειος.
German (Pape)
[Seite 1333] τό, Bibergeil, ein stark riechendes Arzneimittel, das sich in eigenen Gefäßen neben den Zeugungsteilen des Bibers sammelt, sonst für die Hoden selbst gehalten, Medic. – Neutr. von
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καστόριον -ου, τό [κάστωρ] bevergeil (gebruikt als geneesmiddel).
Russian (Dvoretsky)
καστόριον: τό мед. бобровая струя Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καστόριον: τό, Λατ. castoreum, ἢ (ἐν τῷ πληθ.) castorea, ἔκκριμά τι ῥευστὸν μελιτῶδες εὑρισκόμενον ἐντὸς δύο ὑμενωδῶν κυστιδίων παρὰ τὰ ὁπίσθια τοῦ κάστορος, οὐχὶ δὲ (ὡς ἐπιστεύετο) ἐν τοῖς ὄρχεσι, εἶναι δὲ «βαρύοσμον, βρωμῶδες, δριμύ, δηκτικὸν» κλ. Διοσκ. 2. 26, Γαλην. ΙΙ. «εἶδος βαφῆς ἀπὸ τῆς κογχύλης» Σουΐδ.