Anonymous

καρίς: Difference between revisions

From LSJ
1,322 bytes added ,  29 September 2017
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῖδος <i>ou</i> ίδος (ἡ) :<br />squille, écrevisse de mer, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG dim. populaire de [[κάραβος]].
|btext=ῖδος <i>ou</i> ίδος (ἡ) :<br />squille, écrevisse de mer, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG dim. populaire de [[κάραβος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καρίς]] και δωρ. τ. [[κουρίς]] ή [[κωρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[ονομασία]] μικρών οστρακόδερμων, ειδ. η [[γαρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για υποκορ. [[μορφή]] του [[κάραβος]] «[[καραβίδα]]», [[οπότε]] οι τ. [[κωρίς]] και [[κουρίς]] μπορούν να αποδοθούν σε παρετυμολ. [[σύνδεση]] με τα [[κώρα]], [[κούρη]] «[[κορίτσι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ. ασιατικής προελεύσεως που συνδέεται πιθ. με το αρμ. <i>karič</i> «[[σκορπιός]]». Η αρχ. ετυμολ. <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]], [[επειδή]] η [[κεφαλή]] της γαρίδας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο [[μέρος]] του σώματος της, [[είναι]] [[μάλλον]] [[παρετυμολογία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καριδάριον]], [[καρίδιον]], [[καριδώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καριδίτσα]]].
}}
}}