Anonymous

καρίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾱρίς''': (περὶ τῆς γεν. ἴδε ἐν τέλει), ἡ˙ - μικρὸν ὀστρακόδερμον, κοινῶς «καρίδα» ἢ «γαρίδα», Ἀναν. 1, καὶ παρὰ κωμικοῖς (ἴδε κατωτ.)˙ Δωρ. κουρὶς ἢ [[κωρίς]], Σώφρων, Ἐπίχ. καὶ Σιμωνίδ. παρ’ Ἀθην. 106D καὶ Ε. (ῐ παρ’ Ἀναν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 1522, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 26, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 3, ἐν «Δημ.» 21˙ ἀλλὰ βραδύτερον ῑ, γεν. ῖδος, Ἀραρος, Ἄλεξις, Εὔβουλος, κλ. παρ’ Ἀθην. 105 κἑξ.˙ πρβλ. Spitzn. Vers. Heroic. σ. 49, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 171).
|lstext='''κᾱρίς''': (περὶ τῆς γεν. ἴδε ἐν τέλει), ἡ˙ - μικρὸν ὀστρακόδερμον, κοινῶς «καρίδα» ἢ «γαρίδα», Ἀναν. 1, καὶ παρὰ κωμικοῖς (ἴδε κατωτ.)˙ Δωρ. κουρὶς ἢ [[κωρίς]], Σώφρων, Ἐπίχ. καὶ Σιμωνίδ. παρ’ Ἀθην. 106D καὶ Ε. (ῐ παρ’ Ἀναν. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 1522, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 26, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶν» 3, ἐν «Δημ.» 21˙ ἀλλὰ βραδύτερον ῑ, γεν. ῖδος, Ἀραρος, Ἄλεξις, Εὔβουλος, κλ. παρ’ Ἀθην. 105 κἑξ.˙ πρβλ. Spitzn. Vers. Heroic. σ. 49, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 171).
}}
{{bailly
|btext=ῖδος <i>ou</i> ίδος (ἡ) :<br />squille, écrevisse de mer, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG dim. populaire de [[κάραβος]].
}}
}}