Anonymous

καρανιστήρ: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[καρανιστής]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[καρανιστής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>].
}}
}}