Anonymous

καρανιστήρ: Difference between revisions

From LSJ
5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>].
|mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰρᾱνιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που αποκεφαλίζει, καρατομεί, σε Αισχύλ.
}}
}}