3,277,700
edits
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=rejeter violemment ; briser, détruire : βουλεύματα LUC des projets.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀράσσω]]. | |btext=rejeter violemment ; briser, détruire : βουλεύματα LUC des projets.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀράσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταράσσω]] (AM, Α αττ. τ. καταράττω)<br /><b>μσν.</b><br />[[αράζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάζω]] σε [[πολλά]] κομμάτια, [[κατασυντρίβω]] («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν [[κύλικα]]», Ιππών.)<br /><b>2.</b> [[καταβάλλω]], [[κατανικώ]] («κατήραξε δ' εἰς θάλατταν ἅπαντας», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαταράσσω]] («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ βουλεύματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πέφτω]] με το [[κεφάλι]]<br /><b>5.</b> (για [[νερό]]) [[πέφτω]] ή ρέω ορμητικά («πλαταμῶνας, εἰς οὓς καταράττει ὁ [[ποταμός]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>6.</b> [[υποφέρω]] από [[διάρροια]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> (για θαλάσσια πτηνά) «[[καταράσσω]] ἐμαυτόν» — [[κατέρχομαι]] με το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀράσσω]] «[[χτυπώ]], [[συγκρούομαι]]». Ήδη στους αρχαίους χρόνους δημιουργήθηκε [[σύγχυση]] [[μεταξύ]] του <i>κατ</i>-[[αράσσω]] και του <i>κατα</i>-<i>ρράσσω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥάσσω]] «[[ορμώ]], [[κλονίζω]]», <b>βλ. λ.</b>). 'Ετσι δημιουργήθηκαν οι γραφές τών παρ. και τών σύνθ. του <i>κατα</i>-<i>ρράσσω</i> με ένα [[αντί]] με δύο -<i>ρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[καταράκτης]] [[αντί]] του ορθτ. [[καταρράκτης]]). Η ετυμολογική [[συγγένεια]] του [[ἀράσσω]] με το [[ῥάσσω]], που έχει [[επίσης]] υποστηριχθεί, προσκρούει σε φωνητικά προβλήματα]. | |||
}} | }} |