Anonymous

καταδρομή: Difference between revisions

From LSJ
19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incursion;<br /><b>2</b> lieu de retraite, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταδραμεῖν]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incursion;<br /><b>2</b> lieu de retraite, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταδραμεῖν]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[καταδρομή]])<br />[[επιδρομή]], εχθρική [[εισβολή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καταδίωξη]], [[δυσμένεια]], [[κακοτυχία]] («της τύχης την [[καταδρομή]]», Βηλαρ.)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> επιθετική [[ενέργεια]] [[εναντίον]] εμπορικών πλοίων του αντιπάλου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «δυνάμεις καταδρομών» — στρατιωτικές μονάδες ειδικά εκπαιδευμένες για δύσκολες και αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις<br />(«Λόχοι Ορεινών Καταδρομών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατεύματα στη [[μάχη]]) [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> [[έφοδος]] [[κατά]] φρουρίου<br /><b>3.</b> βίαιη [[προσβολή]], [[ονειδισμός]]<br /><b>4.</b> [[επιστροφή]], [[καταφυγή]]<br /><b>5.</b> [[τρύπα]] [[μέσα]] στη γη που χρησιμεύει ως [[σπηλιά]] ή [[κρησφύγετο]] ζώων, [[λάκκος]]<br /><b>6.</b> υπόγεια [[στοά]], [[κρύπτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καταδρομέας]]].
}}
}}