3,271,376
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταδρομή''': ἡ, ἐπιδρομή, [[εἰσβολή]], Θουκ. 1. 142· ἐνέδραι καὶ κ. 5. 56· καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7. 27, κτλ.· καταδρομῆς γενομένης Λυσ. 160. 29· [[ὥσπερ]] κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Πλάτ. Πολ. 472Α. 2) μεταφ., βιαία [[προσβολή]], [[λοιδόρημα]], [[ὀνειδισμός]], κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 19. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3· κ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πολύβ. 12. 23, 1· πρβλ. Ἐρνέστ. Λεξ. Ρητορ., καὶ [[καταθέω]]. ΙΙ. ὀπὴ ἐντὸς τῆς γῆς ἢ τῆς ἄμμου χρησιμεύουσα ὡς φωλεὰ ἢ [[κρησφύγετον]] εἰς ζῷά τινα, Αἰλ. π. Ζ. 2. 9., 5. 49., 9. 1. | |lstext='''καταδρομή''': ἡ, ἐπιδρομή, [[εἰσβολή]], Θουκ. 1. 142· ἐνέδραι καὶ κ. 5. 56· καταδρομὰς ποιεῖσθαι 7. 27, κτλ.· καταδρομῆς γενομένης Λυσ. 160. 29· [[ὥσπερ]] κ. ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Πλάτ. Πολ. 472Α. 2) μεταφ., βιαία [[προσβολή]], [[λοιδόρημα]], [[ὀνειδισμός]], κ. μέλλει περὶ ἐμοῦ ποιεῖσθαι Αἰσχίν. 19. 6, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 3· κ. ποιεῖσθαι κατά τινος Πολύβ. 12. 23, 1· πρβλ. Ἐρνέστ. Λεξ. Ρητορ., καὶ [[καταθέω]]. ΙΙ. ὀπὴ ἐντὸς τῆς γῆς ἢ τῆς ἄμμου χρησιμεύουσα ὡς φωλεὰ ἢ [[κρησφύγετον]] εἰς ζῷά τινα, Αἰλ. π. Ζ. 2. 9., 5. 49., 9. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incursion;<br /><b>2</b> lieu de retraite, asile.<br />'''Étymologie:''' [[καταδραμεῖν]]. | |||
}} | }} |