3,277,121
edits
(6_4) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ. | |lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]]. | |||
}} | }} |