Anonymous

κάναδοι: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_4)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.
|lstext='''κάναδοι''': «σιαγόνες, γνάθοι» (Μακεδ.) Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάναδοι]], οἱ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σιαγόνες, γνάθοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το [[γνάθος]], ενώ κατ' άλλους αποτελεί συντετμημένο ή και εσφαλμένο τ. τών [[καναδόκα]], [[κανδόχα]].
}}
}}