Anonymous

θανατώδης: Difference between revisions

From LSJ
2b
(16)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θανατώδης]], -ῶδες (AM) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει τον θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θάνατο, ο [[θανατηφόρος]].
|mltxt=[[θανατώδης]], -ῶδες (AM) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει τον θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θάνατο, ο [[θανατηφόρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θανατώδης:''' несущий смерть, губительный (τινι Arst.).
}}
}}